"Δάκρυα της άκαρπης
μα αγαπημένης γης
τα λιανολίθαρα"
Γιώργος Ναστόπουλος

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΒΗΣΣΑΝΗΣ






Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΒΗΣΣΑΝΗΣ


Προχωρείτε! Προχωρείτε! Προχωρείτε!
Ο σαλπιγκτής την αντεπίθεση σαλπίζει
Αέρα τους! Παιδιά εμπρός ριχτείτε
η εχθρική αντίσταση δεν μας φοβίζει!


Σκαρφάλωσαν στις ράχες τ' Αη-Θανάση
μεσ' τον ορυμαγδό των μύδρων και των όλμων
κι' εκεί το δολερό των φασιστών το βλήμα
άνοιξε για άμοιρο τον Όμηρο το μνήμα!


Γαντζώθηκε κι' ανασηκώθηκε στα βράχια
τη Βήσσανη στερνή φορά για ν' αντικρύσει
κι έπεσε μπρούμυτα με θολά μάτια
με τ' όραμα θαμπό και η πνοή του εσβήσθη
πριν τα εικοσιτρία χρόνια του να κλείσει.


Τα άλλα παλληκάρια του χωριού μας
μέσα στους πολυβολισμούς που θάνατο σκορπούσαν
με μετρημένες σφαίρες στις παλάσκες στο πλευρό τους
με ξιφολόγχες και το “αέρα” όπλο φοβερό τους
πλησίαζαν και όλοι προχωρούσαν.


Κι ο οχτρός θρασύδειλος ταμπουρωμένος
πίσω απ' τα τζάκια των σπιτιών μας και τους τοίχους
δεν άντεξε στη γενναιότητά και την ορμή τους
κι εγκατέλειψε τις θέσεις και τον οπλισμό του
και τόβαλε στα πόδια ντροπιασμένος.


Μα εκεί ψηλά στ' Αγιο-Κοσμά τη ράχη
των Ιταλών το πολυβόλο αντίσταση κρατώντας
εθέριζε το κάμπο με μανία
και κάποια σφαίρα του χτυπάει τον Ταγματάρχη
θανάσιμα στων Αγιων Αποστόλων τη γωνία.


Και μπήκαν θριαμβευτικά τα παλληκάρια
μεσ' το χωριό τους ελευθερωτές
τις μάνες τους τους να ιδούν και ν' αγκαλιάσουν
που λεύτερες τους υποδέχονται στους δρόμους
σαν Σπαρτιάτισσες τους γιούς τους νικητές.


Όμως μια μάνα που περίμενε το γιό της
να τον δεχτεί κι' αυτή στην αγκαλιά της
το δειλινό το βροχερό εκείνο
και σαν της είπαν το κακό μαντάτο
εξέσπασε σε μοιρολόϊ και θρήνο.


Εσφούγγισε τα δακρυσμένα μάτια
κι ασπάσθηκε κάποιο φαντάρο
παρηγοριά για το χαμό του γιού της
η Λευτεριά της γης και του χωριού της
ξεπέρασε τον πόνο τον πικρό από το Χάρο.


Εκείνα τα γενναία παλληκάρια
στο τιμημένο το χακί όλα ντυμένα
έδιωξαν τους φασίστε απ' τα χωριά τους
και τους κυνήγησαν στ' Αλβανικά βουνά τα δοξασμένα.


Η Βήσσανη ευλαβικά το γόνυ κλίνει
σ' αυτούς που έπεσαν στη μάχη εκείνη
ελάχιστος φόρος τιμής κι' ευγνωμοσύνη
τους συνοδεύει κι αιώνια η μνήμη.




Γιάννινα 25/10/90



*Απαγγέλθηκε στο γιορτασμό της επετείου 28ης Οκτωβρίου 1990
στη Βήσσανη.


Σ.Σ. Για τη θρυλική μάχη της Βήσσανης διαβάστε εδώ την εργασία του Βησσανιώτη Γιώργου Μέντζου. Από την ίδια εργασία οι φωτογραφίες

 Χάρτης της περιοχής της μάχης

Ο ηρωϊκός Ταγμ. Τζ. Αλεβιζάτος
που έπεσε στη μάχη της Βήσσανης


Εδώ έπεσε ηρωϊκά ο Ταγμ. Αλεβιζάτος

Ο ηρωΪκά πεσών στη μάχη αυτή
Βησσανιώτης στρατιώτης Ομηρος Παπαγεωργίου
στον οποίον και αναφέρεται το ποίημα.




ΤΑ ΝΤΟΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΟΥΡΗΣ





ΤΑ ΝΤΟΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΟΥΡΗΣ

Σ' ετούτη εδώ τη σύναξη
σ' ετούτα τα τραπέζια
παρακαλώ ντολήμπαση.
Κι' ας με καταδικάσεις
να πω δυο λόγια από καρδιά
για ευχές μου να τα πιάσεις.

Οι Λαχανάδες τόχουνε
από παληά τ' αντέτι
γιορτάζουνε την Παλιουρή
με γλέντια και ζιαφέτι
με καλαμπούρια και ντολιά
μ' ατέλειωτο το κέφι.

Η Χάρη της τους έδωσε
αυτή την ευλογία
να ρίχνουν τα εφήμερα,
τις διαφορές, τα πάθη
στη λησμονιά και στη χαρά
στου ποτηριού τα βάθη.

Γειά και χαρά σας χωριανοί
χαρείτ' αυτή τη μέρα
τις λύπες ας ξεχάσουμε
μ' αγάπη και ομόνοια
πιαστείτε χέρι-χέρι
για να στηθούν χοροί

Να ζει το Λαχανόκαστρο
πάντα να προοδεύει
το θέλουν οι απόδημοι
προστάζουν οι νεκροί μας
κι' απ' όλους περισσότερο
το θέλει η Παλιουρή μας.

Λαχανόκαστρο
8/9/88

Σημ. Απαγγέλθηκε στα Ντολιά της Παλιουρής Λαχανοκάστρου.

Η ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ




Η ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ

Των παθών σου τα πλήθη
της ψυχής σου τον ρύπο
η μετάνοια πλάθει
σε βαρύτιμο μύρο
στης καρδιάς σου τα βάθη

Τ' αλαβάστρινο αγγείο
το γεμίζεις και τρέχεις
στον Σωτήρα τον Θείο
και τα πόδια Του βρέχεις
με δακρύων ροές
μυροφόρες πνοές

ΠΑΣΧΑ
Απρ/ '88

ΣΤΗΣ ΜΑΛΕ-ΛΙΑΡΑΣ ΤΗ ΓΡΑΒΛΙΑ





ΣΤΗΣ ΜΑΛΕ-ΛΙΑΡΑΣ ΤΗ ΓΡΑΒΛΙΑ


Στης μάλε-Λιάρας τη γραβλιά
τρία παιδιά παραμονεύουν
ο Γιώργος, ο Σωτήρης κι ο Ταϊρης
να ιδού πότε θα φύγει η γριά
τα γράβουλα χαζεύουν και ζηλεύουν.


Σαν βγήκε για τ' αμπέλι η μάλε-Λιάρα
σκαρφάλωσαν στο δένδρο απ' τη διχάλα
τα μπλέτσια τους γεμίζουν στα λεφτά
με γράβουλα “πολίτικα¨μεγάλα
και γρατσανίζουνε το ζουμερό καρπό.


Κι εκεί που τοιμαζόνταν να το σκάσουν
νάσου!ο Μιχο Δερόπολης με στυλιάρι.
-Ανάθεμα ζωντόβολα πού θα μου πάτε!
Και κείνα ζάρωσαν με φόβο και λαχτάρα
στης γραβουλιάς το υψηλότερο κλωνάρι!


Για μια στιγμή απόφαση το πήραν
πώς να ξεφύγουν τον κλοιό του Δερόπολη
και βάζουνε τη δύναμη τους όλη
σαν τις Σουλιώτισσες μαζί ριχτήκαν
ένα απ' εδώ κι άλλο από κει και σκορπιστήκαν.


Με τέτοιες κολοτούμπες όπου πήραν
τα γράβουλα απ' τα μπλέτσια τους χυθήκαν
γλυτώσαν το γκριμπάτσι και το ξύλο
και όπου φύγει-φύγει δεν ξαναπατήσαν
της γραβουλιάς τον πειρασμό όμως γευτήκαν.



ΓΙΑΝΝΕΝΑ
ΜΑΡ/'88

ΣΤΟΥ “ΠΑΝΑΒΡΗ”




ΣΤΟΥ “ΠΑΝΑΒΡΗ”


Ήρθε ο καιρός του ταξιδιού
να φύγει για την Πόλη
για της δουλειάς τον κάματο
στης ξενητειάς την πάλη.


Η μάνα και η νιόπαντρη
γυναίκα τον τοιμάζουν
από βραδύς τα ρούχα του
μεσ' το ντισάκι βάζουν.


Τζιελμπένι με το φυλαχτό
στο στήθος του κρεμάνε
σταυροκοπιούνται στο Χριστό
να τον φυλάει ζητάνε.


Σαν ξημερώσει η χαραυγή
και τ' άστρι πάει στη δύση
κινάνε για του “Παναβρή”
πόχει πολλούς χωρίσει.


Εκεί θα πούνε το στερνό
“Ώρα καλή, καλέ μας
να σε φυλάει η Παναγιά
καλέ μας κι' ακριβέ μας”


Γυρίζοντας στο σπίτι τους
κρανιές κόβουν στο δρόμο
και τις κρεμούν στην πόρτα τους
σαν κείνες ναν' και πιο γερός
στου γυρισμού το χρόνο.



ΓΙΑΝΝΕΝΑ
ΦΕΒΡ/88

*Παναβρή: είναι τοποθεσία στη Βήσσανη απ' όπου ξεπροβόδιζαν τα παληά χρόνια οι γυναίκες τους ξενητεμένους άντρες για το Σκάλωμα (Αγιοι Σαράντα)
ετυμολογία: Η λέξη “Παναβρή προέρχεται από σύζευξη των λέξεων της φράσης “Πάει να βρή” (την τύχη του).


Το ΧΆΚΙ




Το ΧΆΚΙ


Η Χαρίκλεια του Καβάκου
έστησε καβγά
με το γιδάρη το Ζήκο
μεσ' το μαχαλά.


Της εγύρισε τα γίδια
μεσ' απ' την “κοπή”
δεν επλέρωνε το χάκι
μήνες τρεις κι απ' την αρχή


-Μωρε΄”Διότι”, τριχοφάη
μπάϊ! Κακή οργή!
Τι σου φταίξανε τα γίδια
να σε φάνε χίλια φίδια!


-Πλέρωσε κυρά μ' το χάκι
τι σου φταίω εγώ;
θα σε ρίξω στο χαντάκι
βούλωσ'το! Μα το Θεό!


ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΦΕΒ/ 87

ΤΣΙΚΟ! ΤΣΙΚΟ! ΤΣΙΚΟ!





ΤΣΙΚΟ! ΤΣΙΚΟ! ΤΣΙΚΟ!


Εβγαλα τα κατσίκια μου
και πάω να τα βοσκήσω
τσίκο!τσίκο!τσίκο!
Μ' ακολουθάνε πίσω.


Κι αρχίζουν τα παιχνίδια τους
και χαίρονται στο δρόμο
τσίκο!τσίκο!τσίκο!
Κι εγώ τα καμαρώνω.


Στη γρέβια σαν εφτάσαμε
ριχτήκανε να φάνε
τσίκο!τσίκο!τσίκο!
Θεέ μου, πώς πεινάνε!


Γεμίζω το καπέλλο μου
με τριανταφυλλιάς βλαστάρια
τσίκο!τσίκο!τσίκο!
Να φάνε τα μανάρια


Τσίκο!τσίκο!τσίκο!
Κατσίκια μου χαρείτε
γιατί σαν έρθει η Παναγιά
Λιάρε μου, τσίκο!τσίκο!
Θα πιω πικρό ποτήρι
κι αυτό το πανηγύρι.



ΓΙΑΝΝΙΝΑ
Φεβρ/ 87

ΟΙ ΜΙΝΑΔΟΡΟΙ


 
ΟΙ ΜΙΝΑΔΟΡΟΙ


Ο Σελήμος κι ο Τζελάλης
ήτανε οι μιναδόροι
στου δρόμου τις κατασκευές
Σαν μαέστροι στα φουρνέλα
ετινάζαν στον αέρα
τα ραδιά και πλοκαριές


Ο Τζελάλης με στριφτό
που δεν τούλειπε απ' τα χείλια
έβαζε φωτιά στα φτίλια
κι' ύστερα από λίγο.. μπούμ!


-Βάρδα! Βάρδα! Για κρυφτείτε
μπρε παιντιά τα λαβωθείτε!
από τις χαλικαριές
άμα πέφτουν μπαταριές!


Με προσωπική εργασία
δούλευαν κι οι χωριανοί
μα αφιλόκερδα αυτοί
να τελειώσει το ντερβένι
αυτοκίνητο να μπαίνει


ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΔΕΚ/87

Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΖΕΥΓΑ




Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΖΕΥΓΑ


Οι καταρράχτες τ' ουρανού
ανοίξαν κι' όλο βρέχει
η γης και τα ουράνια
τώρα γινήκαν ένα
ευεργεσία απλόχωρη
στη διψασμένη γη μας


Ο ζευγολάτης χαίρεται
μαζεύει τα “τσαδούκλια”
στο γύφτο πάει το γυνί
τ' αλέτρια τοιμάζει
για τη σπορά ναν' έτοιμος
σαν ο καιρός “κρατήσει”...


Μιλάει στο βοϊδοζεύγαρο
ταϊζοντας το λέει:
- Αντε Κοκκίνη μου εσύ
και μπάλια μου Αστέρω,
μαζέψτε φούρια περισσή
δύναμη και κουράγιο!


Να μπούμε στα χωράφια μας
να τα μαυρίσουμ' όλα
να πέσει ο σπόρος ο καλός
κει που η γης τον θέλει.


Να πρασινίσουν οι σποριές
σαν θα φανεί ο φύτρος
τα στάχυα να μεστώσουνε
σαν θάρθει καλοκαίρι.


ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΟΚΤ/87

Η “ΜΕΓΑΛΗ” ΚΑΜΠΑΝΑ




  
Η “ΜΕΓΑΛΗ” ΚΑΜΠΑΝΑ


Τη μέρα της Απριλιάτικης εκείνης νύχτας της Ανάστασης σκορπιόνταν από τους ανθούς των ακακιών κι απ' τα καριοφύλλια στον περίβολο της εκκλησίας. Φλογάτη η κουτσουπιά στον σχολικό κήπο και θλιβερή η μονωδία του γκιώνη στα κλωνάρια του πλάτανου.
Όλα συγκλίνουν εκεί γύρω από το ναό κι όλα συνθέτουν την ατμόσφαιρα του θρήνου στον ενταφιασμένο Θεάνθρωπο.
Μέσα στην εκκλησιά ψέλλονταν ακόμα οι καταβασίες. “Κύματι θαλάσσης...” κι οι χωριανοί με τις άσπρες λαμπάδες στα χέρια βρίσκονταν σε αναμονή να πάρουν το νέο φως απ' τ' αδυτα του ιερού του ναού.
Σε μια στιγμή αφού όλα τα κόκκινα κεριά σβήστηκαν και σκοτάδι απλώθηκε στους θόλους της εκκλησίας, πρόβαλε απ' την “ωραία πύλη” η αχνή σιλουέτα του Παπά-Νικόδημου ντυμένου στα λαμπρά του άμφια, που κρατώντας το τρικέρι με τ' ανέσπερο φως βροντοφώνησε το “Δεύτε λάβετε φως”! Το άγιο φως μεταδόθηκε αστραπιαία στις άσπρες αναστάσιμες λαμπάδες από χέρι σε χέρι. Η εκκλησιά λούστηκε απ' αυτό. Ύστερα ο παπάς ακολουθούμενος από τους ψάλτες και το εκκλησίασμα κατευθύνθηκε στην υπαίθρια ξύλινη εξέδρα σέρνοντας τα γέρικα πόδια του. Αφού θυμιάτισε και ανάγνωσε το Ευαγγέλιο, ξεστόμισε το χαρμόσυνο, το θριαμβικό “ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ”
Όλων τα πρόσωπα γέμισαν από χαρά και ιλαρότητα, όλων οι καρδιές πλημμύρισαν από αγαλλίαση κι ευφροσύνη.
Κι' οι καμπάνες διαλάλησαν σ' όλο το χωριό το μήνυμα της Ανάστασης.
Ταυτόχρονα ο ορυμαγδός των βαρελότων των παιδιών συντάραξαν τον περίβολο και τη χαγιάτα και ξέσκισαν τα πέπλα της μέχρι τότε γαλήνιας νύχτας.
Τότε συνέβηκε κάτι το απρόσμενο, κάτι το συγκλονιστικό!
Στο καμπαναριό ανεβασμένα μερικά παιδιά καταγίνονταν με το βάρεμα της “μεγάλης” και της μικρής καμπάνας. Στη “μεγάλη” ο Νίκος ο Νιάρος και στη μικρή ο Μήρος του Στούπη.
Ξαφνικά ο Νίκος αφηνιασμένος σαν άλλος Κουασιμόδος άδραξε γερά την αλυσίδα της “Μεγάλης” κι' αφού “κουτζιουρίστηκε” δυο-τρεις φορές γύρισε την καμπάνα γύρω στον άξονά της.
Κείνο που διατυμπάνιζε από μέρες, πραγματοποιήθηκε. “Θα τη γυρίσω τη “μεγάλη”, πού θα μου πάει” έλεγε.
Όμως η “Μεγάλη” που στηρίζοντα σε ξύλινες γρέντες κι ίσως σαρκοφαγωμένες απ' το χρόνο, ξέφυγε από τον αρμό της κι άρχισε να γκρεμίζεται μέσα σε άγριο αλαλαγμό, να τρυπάει το ξύλινο πατάρι του καμπαναριού, να χάνεται μέσα στο κενό και να βυθίζεται πέφτοντας στο παχύ στρώμα χαλικιών του πυθμένα του καμπαναριού. Αυτό ήταν που την έσωσε!
Τα παιδιά ζάρωσαν κατατρομαγμένα στα μακρουλά τοξωτά ανοίγματα του καμπαναριού. Η Μεγάλη δεν έπαθε τίποτα. Ούτε ένα ράγισμα. Αλλά κι απ' τα παιδιά κανένα δεν έπαθε τίποτε, εκτός από ένα ελαφρό χτύπημα του Μήρου στο λαγκόνι κι' ένα γρατσούνισμα στο μάγουλο του Νιάρου.
Το κακό μαθεύτηκε σ' όλο το εκκλησίασμα. Στην αρχή απ' αυτί σ' αυτί κι ύστερα όλοι αναδεύτηκαν μ' ανησυχία. Μερικές μανάδες έσκουξαν. “Ούϊ! Τα παιδιά! Φουρτούνα μας! Τα παιδιά!..”. Ομως το θαύμα της Ανάστασης είχε γίνει. Σταυροκοπήθηκαν όλοι σαν ο Παπα-Νικόδημος τους καθησύχασε κι έτσι συνεχίστηκε η λειτουργία.
Η “μεγάλη” έμεινε για λίγο καιρό εκεί κάτω στον πυθμένα του καμπαναριού χωμένη στα χαλίκια σε κοινό θέαμα, ώσπου οι χωριανοί την ανέβασαν και τη στέριωσαν καλύτερα στη θέση της με σιδερένια περαστάρια.
Χωρίς να χάσει τη γλυκειά της λαλιά εξακολουθεί ακόμα να στέλνει αρμονικά με τη “μικρή” αδελφή της, τα μηνύματα της χαρά ή της λύπης και να καλεί τους πιστούς στο ναό του Αη-Νικόλα.


ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΟΚΤ/87


ΠΕΡΙΒΟΛΗ “ΠΑΝΚ”


ΠΕΡΙΒΟΛΗ “ΠΑΝΚ”


Σε τούτον τον τρελό καιρό
κι εγώ μπήκα στο χορό.
Σαν αρίτσιος τα μαλλιά
κρέμασα στ' αυτί χαλκά.
Πέτσινη γραβάτα φίνα
όπως είναι στη βιτρίνα.
Παντελόνι τζιν σιακάτω
και στενό-στενό στον πάτο.
Τα τακούνια μου ψηλά
και καλτσόνια παρδαλά.
Να τα βλέπεις και να λες
“μασκαράς ειν' ή λελές”
Κι ένας γέρος που με βλέπει
να με καμαρώσει στέκει.
-Φτου! Μη βασκαθείς παιδί μου!
Κι ένα σκόρδο να κρεμάσεις.
Να σε συγχαρώ πουλί μου
φάπες έλα να εισπράξεις!


Οκτ/ '87



ΧΩΡΙΣΜΟΣ


ΧΩΡΙΣΜΟΣ


Φτάνουν οι προπομποί της ελπίδας
και της χαράς τα μηνύματα
μπλέκοντας με τις πνοές των ανέμων
στους κλώνους της αμυγδαλιάς


Στο μουντό πρωινό δεν θα πέσουν ηλιαχτίδες
Η χλόη δακρύζει κι αχνίζουν υδρατμοί
ανάσες της γήινης θέρμης.


Στης μοναξιάς μου την κενότητα
η χαρά αργεί να ξανάρθει.
Η νύχτα παραπατάει στα ξημερώματα
κι άβουλα βήματα οδηγούν
στη μηδενική στιγμή του χωρισμού.



ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΦΛΕΒ/ '85


ΧΟΡΟΣ ΣΤΗ ΒΗΣΣΑΝΗ





ΧΟΡΟΣ ΣΤΗ ΒΗΣΣΑΝΗ


Χορός επιάστηκε τρανός
κάτω στο χοροστάσι
πρέπ' οι καρδιές μας να χαρούν
το μάτι να χορτάσει.


“Γυναίκες μου, χορό! Χορό!
Ο Τελη-Τζιάκος κράζει
και κείνες μπαίνουν στο χορό
σφίγγοντας πόσι και ζωνάρι.


Και στήνουν σιαγιακένια πλοκαριά
απ' ασπροσιέγκουνα και αλαντζιάδες
στο πάτο οι νιόνυφες με τα φλοριά
και στην αρχή μεγάλες και μαννάδες


Ο Νάσιο-Παπαγιώργης στην κορφή
με διπλή γάϊτα φιγουράρει
κι ο Χρήστος ο Σταφίδας με ορμή
του Γιάννη-Ρούκα ξετυλίγει το ζωνάρι


Ο Νάσιος στο κλαρίνο το βαρύ
του μπαρμπα-Νίδα τα πατήματα τα ξέρει
κι ο Τάσιος ο Καράβας στο βιολί
τις δοξαριές του παθιασμένος σέρνει.


Ο Γιαν-Καβάκος με το ντέφι τ' αλαφρό
παντού γυρνά τα πονηρά του μάτια
μην του ξεφύγει κανα κόλλημα γερό
“Σλάμα! Μαντζιόρα! Πέτρο-Μάκα!”


Μέσα στην παραζάλη του κεφιού
αδειάζουνε ποτήρια και νταμζάνες
και το λουκούμι με την κάσα γυροφέρνει
γυναίκες και παιδιά κι αυτό γλυκαίνει.


Κι ο Πλάτανος λυγίζει τα κλαριά του
και χαιρετά τους χορευτές μας τους καλούς
ευφραίνεται και κείνου η καρδιά του
με τους γλυκούς του Πωγωνιού μας τους σκοπούς.


Γυναίκες μου χορό! Χορό!
Τρεις δίπλες ο χορός να γένει
είν' το χωριό μας τ' ομορφότερο χωριό
σ' όλη την οικουμένη.



ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΦΛΕΒ.'84

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ


ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ


Στην ώρα της εγκατάλειψης
τα χέρια αδύναμα
να φτάσουν και να κρατηθούν
απ' τον κρίκο της ελπίδας.
Λυμένα τα γόνατα
απ' την αποθάρρυνση
λυγίζουν, τσακίζουν
και παρασέρνουν στο χώμα
το άβουλο κορμί.
Γιατί μ' εγκατέλειψες
Θεέ της εγκαρτέρησης
αυτήν την ώρα πούθελα
τη δύναμη της απόφασης
να κρατήσω κοντά μου
της ευτυχίας τη χίμαιρα;
Και παραδόθηκα έρμαιο
των κυμάτων της αγωνίας
και στου κλεισμένου πόνου
τ' ανελέητο σφυροκόπημα
Σαν κέρινοι θρόμβοι
λαμπάδας που καίει
τα δάκρυα αυλακώνουν το πρόσωπο
και πέφτουν και παγώνουν
πάνω στα ψυχρά λιανολίθαρα.


ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΙΟΥΛ/'83


ΤΩΡΑ



ΤΩΡΑ


Τώρα που ο έρωτας βουβάθηκε
κι' απόκαμ' η αγάπη από τον πόνο.
Τώρα που η μυγδαλιά ξεράθηκε
μακάβρια λείψανο στο χρόνο.


Τώρα π' άδεια τα μάτια μας
να κλαιν δεν το μπορούν ακόμα,
τώρα που η ικμάδα της ορμής
εγύρισε ξανά στο χώμα.


Τώρα που που δίδυμ' είσαι αδελφή
της ηλιαχτίδας μεσ' στο δείλι.
Τώρα νάρθεις και να μου πεις
της λησμονιάς αν βρήκες τ' ασφοδείλι.



ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΙΟΥΛ/ '88


ΟΙ ΚΑΝΤΑΔΟΡΟΙ




ΟΙ ΚΑΝΤΑΔΟΡΟΙ


Κλειστά παραθυρόφυλλα και λείπ' η κόρη
ξεκούρδιστες κιθάρες που φαλτσάρουν
δεν το μπορούν οι φίλοι κανταδόροι
να βρουν τον τόνο και να “κομπλάρουν”.


Αυτή τη νύχτα που ξεθώριασαν τ' αστέρια
σ' αυτό το στενοσόκακο βρωμιά και μπόχα
οι σαπουνάδες της μπουγάδας, τ' απονέρια
δεν τους εμπνέουν για να πουν σωστά μια νότα.


Στα σαπισμένα από το χρόνο σκαλοπάτια
ακούμπησαν κιθάρες, μαντολίνα
και μέσα στ' ονείρου τα μονοπάτια
τραγούδησαν για τη μικρή Μαρίνα


Πρίμο, σεγκόντο ο έρωτας κι ο πόνος
και μπάσσο της καρδιάς οι χτύποι
του “λα μινόρε” μελαγχολικός ο τόνος
του τραγουδιού συνταίριασμα οι στίχοι.


Κι όταν γυρίσαν απ' του ονείρου το ταξείδι
είδαν στην καπνισμένη του σπιτιού την πόρτα
ένα παιδί μουντζούρικο, γυμνό, τσιτσίδι
σκληρή, παράφωνη για κανταδόρους νότα.



ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΙΟΥΛ/ '83

Τ' ΑΡΧΙΚΑ ΜΑΣ



Τ' ΑΡΧΙΚΑ ΜΑΣ


Σε μιας αμυγδαλιάς τον κορμό
πασχίσαμε να σκαλίσουμε
τα ονόματά μας.
Μα ήταν σκληρός κι ανώμαλος
και παραιτηθήκαμε.
Διαλέξαμε τότε μια κερασιά
και μπήξαμε τους σουγιάδες μας
στη μαλακιά σα πεπόνι φλούδα
και γράψαμε τ' αρχικά μας
Και τα καμάρωνα ζευγαρωτά
για χρόνια και χρόνια
Όμως κάποτε ο φλοιός της κερασιάς
με την ικμάδα του σκέπασε τα γράμματα
Τα βλέπω σήμερα σαν τραύματα
ανθρώπινου κορμιού επουλωμένα


ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΙΟΥΝΗΣ/ '83

ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ




ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ


Ένα πουλί εγύρισε απ'το Νότο
ξεφεύγοντας απ΄του πολέμου τα δρολάπια
τάλλα σκορπίσανε στους τρεις ανέμους
κι έχασαν του ουρανού τα μονοπάτια


Ερμο πουλί που γύρισες μονάχο
πού θα σταθείς, πού θα κουρνιάσεις;
στην ξεραμέν' αμυγδαλιά, στον άγριο βράχο
δεν θα μπορέσεις τη φωλιά να ξαναφτιάσεις.


Κι αναζητάς το ταίρι σου θλιμμένο
στις στέγες των σπιτιών και στα μπαλκόνια
από τη συντροφιά σου τη στερνή αποκομμένο
πού θαβρεις την παρηγοριά και τη συμπόνια;


Κι εδώ περάσαν του πολέμου μπόρες
και χαλασμός κι' απανθρωπιά και καταφρόνια
στερέψαν νερομάνες ζωηφόρες
στις ρεματιές λουφάξανε τ' αηδόνια.


Κάνε των ντουφεκιών τις κάνες ανθοφόρες
φέρε την άνοιξη που την προσμένουν
τα ορφανά κι οι μάνες μαυροφόρες
που στου καημού τις λύπες παραδέρνουν


Εσύ πουλί που ήρθες απ' το Νότο
και γεύτηκες κι εκεί πολέμου μπόρα
που μύρισες του μπαρουτιού το χνώτο
Ειρήνη κι ανθρωπιά φέρε μας τώρα!



ΓΙΑΝΝΕΝΑ
ΙΟΥΝ/ '83

“ΑΝΤΛΗΣΑΤΕ ΥΔΩΡ ΜΕΤ' ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ”




“ΑΝΤΛΗΣΑΤΕ ΥΔΩΡ ΜΕΤ' ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ”


Στη Βήσσανη ήρθε το νερό
απ' του Γορμού τις φλέβες
το χαίρονται οι χωριανοί
γελούν κι αυτές οι πέτρες


Ο Αη-Λιάς εμήνυσε
στον άλλο του Κασιάνη
πως το νερό ανέβηκε
και στο χωριό μας φθάνει.


Τ' όνειρο τόσων γενεών
οστά και σάρκα παίρνει
το χαιρετίζει ο Πλάτανος
σαν τα κλαριά του γέρνει.


Τα χώματα ξεδίψασαν
λούζονται τα χαλίκια
πηγάδια, στέρνες ζήλεψαν
αστράψανε τα σπίτια.


Μπαξέδες τώρα θ' ανοιχτούν
θα δροσιστούν χασίλια
οι γλάστρες θα μοσχοβολού
από λουλούδια χίλια.


Σταυροκοπιούνται οι γρηές
τι νάναι αυτό το θάμα
νάχουν νερό στην πόρτα τους
στου θεριστή το κάμα!


Θα το χορτάσει η αγροτιά
στην αυλακιά, στον όχτο
θα το βλογάει η εργατιά
ολημερίς στο μόχθο.


Κι όσοι ταξίδεψαν μακρυά
σ' αγύριστο ταξίδι
και δεν γευτήκαν τη δροσιά
που εκείνο τώρα δίνει.


Ενώνουν τώρα την ευχή
μ' εκείνη του Νικόδημου
χωριανικής αδελφοσύνης
που ευλογώντας θάλεγε:
-Αγαπημένοι χωριανοί,
“Ύδωρ αντλήσατε μετ' ευφροσύνης”.



ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΜΑΗΣ/ 83