"Δάκρυα της άκαρπης
μα αγαπημένης γης
τα λιανολίθαρα"
Γιώργος Ναστόπουλος

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

ΓΚΟΥΓΚΟΥΒΑΣΙΕΣ




ΓΚΟΥΓΚΟΥΒΑΣΙΕΣ

Η μπάμπω καθισμένη στη κορφή στο τζιάκι, σύμπισε τη φωτιά, ανάδεψε λίγο τη χόβολη με τη μασιά κι' άρχισε να γνέθει. Να γνέθει ασταμάτητα με τα λιπόσαρκα δάχτυλά της.
Ο γέροντάς της είχε διαβεί εδώ και χρόνια. Κι γιός της είχε ταξιδέψει από καιρό.
Η νυφαδιά της αποσταμένη απ' το χωράφι και απ΄τις δουλειές του σπιτιού είχε πέσει για ύπνο.
-Να πούμε γκουγκουβάσιες, μάνακαλή, τα δυο διαολάκια, τ' αγγόνια της είχαν στρογγυλοκαθίσει στα σκαμνιά και περίμεναν.
-Να πούμε, μάτια μου! Κάνει η μπάμπω. Να πούμε:
Κι αρχίζει:
-Πούναι ένας γκουγκουβάσιος, μια γκουγκουβάσια
ένα αντρόϋγο, ένα πετσινάρι και δυο πουλακίδες;..
Το μικρά τρίβουν τα κεφαλάκια τους, συλλογιούνται, ανοίγουν τα πελώρια μάτια τους κι απαντάνε μαζί.
-Στου Γιάννη Τσιάκαλη!.. μάλε! Στου Τσάκαλη. Τόχω βρει.
Χι!..Χι!.. η μπάμπω δείχνει τα δυο δόντια που της είχαν απομείνει γελώντας καλοκάγαθα.
Κι ύστερα πάλι:
-Πούναι;... πούναι!... Αμ πούνε; μια γκουγκουβάσια, ένα αντρόϋνο, ένα πετσινάρι και μια πλακίδα; Χα! Αν το βρείτε!
Τα πιτσιρίκια πέσαν στη σκέψη, εκεί; Οχι! Εκεί;
-Α! πετιέται το ένα και ξεφωνίζει:
-Στο σπίτι μας, μανακαλή: Στο σπίτι μας:
Εσκυψε η γρια και το φίλησε στο κεφάλι και το χάϊδεψε στα μαλλιά.
-Εύγε, βλαστάρι μου! Εύγε:
Είπαν κι άλλες γκουγκουβάσιες. Κι άλλες γι άλλα σπίια, τα μισά σπίτια του χωριού, ώσπου νύσταξε η γριά. Τ' αδράχτι είχε σταματήσει. Παράτησε τη ρόκα έγειρε στη κορφή, έσειρε τη μπαρούτσα απάνω της κι' αποκοιμήθηκε με το στόμα τάμπαρο, σαν πηγάδι.
Τα παιδιά ακόμα καθισμένα στα σκαμνιά.
Κάρφωσαν τα μάτια τους στα κάρβουνα της στιάς κι έμειναν αμίλητα. Κι φαντασία τους φτερούγιζε. Εκεί! Τα κάρβουνα πυρωμένα μεγάλωναν, μεγάλωναν και μεταμορφώθηκαν σε παραμυθένια πολιτεία.
Η Πόλη! Δρόμοι φαρδιοί, μαγαζιά. Πολλά μαγαζιά. Χιλιοπλουμισμένα με λογής-λογιών φορέματα στις βιτρίνες που τα χαίρονταν η μικρή κοπέλλα. Και τ' αδερφάκι της βλέπει ένα ψωμάδικο και τον φούρναρη να τραβάει στη πάσα ροδοκόκκινο, καλοψημένο, αχνιστό και χάσικο ψωμί. Σαν εκείνο πούφερνε ο Μήτσιος τρώγοντας στο παιχνίδι. Οχι σαν το δικό τους το μαύρο που το ζύμωνε η μανα με στάρι ζιουλίτσα. Να κι΄ ο πατέρας στο θυροστόμι του φούρνου να τινάζει ένα άδειο τσουβάλι, ασπρισμένος πατόκορφα μέχρι τα φρύδια και τις τζάνες. Ο πατέρας! Ο πέτσκος, ο γιος της γκουγκουβάσιας! Ατταβιστική κληρονομιά της δουλειάς, καταπώς λεν οι κουλτουριάρηδες, έπαιρνε σάρκα στο μυαλό του μικρού παιδιού, προδιαγράφοντας τη μοίρα του την επαγγελματική, σαν από ένστικτο.
Οξω ο βορηάς κουβαλημένος απ' τα χιονισμένα πλάγια της Νεμέρτσκας, σφύριζε μανιασμένα, γκρεμίζοντας καπνιές μέσα στο μπουχάρι. Τα κάρβουνα στη φωτιά άρχισαν να σβήνουν ένα-έναν, να χάνονται, να γίνονται στάχτη. Μα τα ονειροπολήματα των παιδιών συνεχιστηκαν σε όνειρα, σαν ξάπλωσαν κι ο ύπνος έκλεισε τα τρυφερά, δακρυσμένα ματάκια τους.


ΓΙΑΝΝΙΝΑ

ΑΠΡΙΛ'82

ΣΗΜ: Γκουγκουβάσιες: Είναι παιχνίδι που επικρατούσε τα παληά χρόνια στις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα στις Βησσανιώτικες οικογένειες.

Γκουγκουβάσιος:ο παππούς

Γκουγκουβάσια: Η γιαγιά

Πέτσκος: Ο νέος πατέρας

Πετσινάρι: Μικρό παιδί (αγόρι)

Πουλάδα: Το μικρό κορίτσι.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση τα σχόλια να σέβονται τη μνήμη ενός ανθρώπου δεν μπορεί πια να απαντήσει ο ίδιος: